- κλαυμυρίζομαι
- κλαυμῠρίζομαι,A = κλαυθμυρίζομαι, Men.Epit.432, Hierocl.p.29 A., Max.Tyr.9.3: cf. [full] κλαυμαριόμενον· κλαίοντα ([dialect] Tarent.), Hsch., and [full] κλαυμαρεῖται· κλαίει, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.